Σελίδες

19.11.13

ΛΑΪΚΑ - Μαρία Πανέτα


Το αγαπημένο μου άζμα σινανάι είναι το Είμαι ανεβασμένος του Αντύπα. Είναι το τραγούδι που τραγουδούσα στον παιδικό σταθμό, ενώ τα άλλα παιδάκια ήξεραν μόνο τα στρουμφάκια.

ΛΑΪΚΑ - Schottkey

Πώς ορίζουμε ακριβώς τι είναι "λαϊκό" και τι δεν είναι; Πώς μεταφράζεται στα ελληνικά ο όρος folk; Μπορεί κάποιος που αγαπάει υπερβολικά την ηλεκτρονική μουσική να λατρεύει τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και τα γυφτολαϊκά καψούρικα; Η ελληνική λαϊκή μουσική πέρασε από φίλτρα που έδιωξαν το ντουμάνι του ρεμπέτικου του Βαμβακάρη και του Παπαϊωάννου, ντύθηκε το κοστούμι του έντεχνου και την προβιά του πολιτικού τραγουδιού για δύο ολόκληρες δεκαετίες, κι επέστρεψε ατόφιο στα χέρια του Μητροπάνου και του Διονυσίου στα τέλη των '70s. Η δεκαετία του '80 έδινε σπασμωδικά ηλεκτροσόκ στο είδος, παρότι αυτά έφταναν τα χιλιάδες αντίτυπα και την πλήρη αποδοχή απ'το πλήθος: Γλυκερία-Τραγούδι Αισθηματικό, Τα Παιδιά από την Πάτρα. Στα '90s Βασίλης Καρράς είχε χαίτη και λευκό σκαρπίνι, και τραγουδούσε σε άδεια μπιτς μπαρ για να γεμίσει βίντεο κλιπ. Η Λαμέ Καψούρα.

Στο μυαλό μου ένα patchwork: ο Καμύ κρυμένος στο 'Υπάρχω', ο Άκης Πάνου και στην άλλη άκρη ο Ζαμπέτας κι ο Χιώτης, ο Μπιθικώτσης τρέμει στη 'Ρωμιοσύνη', η αξεπέραστη 'Μυθολογία' του Χατζιδάκι (για τον 'Ευαίσθητο Ληστή'), ο Καλδάρας κι η 'Μικρά Ασία', 'Τα Τραγούδια της Χαρούλας' (όταν ήταν Χαρούλα, κι όχι Χάρις), τα 'Ορθόδοξα' του Στράτου Διονυσίου, το 'Χαράτσι' του Παπάζογλου, το 'Ρεμπέτικο' του Ξαρχάκου, τα 'Τραγούδια για τους Μήνες' (η πιο συμμετρική μεταφορά ποίησης στο πεντάγραμμο, μελωδικότερη του 'Μεγάλου Ερωτικού'), όλα ένα ξεθωριασμένο κολάζ.

Λαϊκό μπορεί να ναι το echo του τοπικού επαρχιακού ραδιοφώνου που παίζει καψούρικα με αφιερώσεις. Ή πάνω απ'όλα τα στάνταρ του "ποιοτικού" που ανέφερα, ο ταπεινός 'Δρόμος' των Πλέσσα-Παπαδόπουλου απ'το 1969. Ξεχνάς το χιτ του 'Αγάλματος', κι επικεντρώνεσαι σε άλλα: στον εναρκτήριο στίχο "κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής", στη δωρικότητα της Ρένας Κουμιώτη και τον χαρακτηριστικό "κύκλο" επανάληψης του Πλέσσα στη φόρμα ρεφρέν/κουπλέ (στα 'Πρώτη Φορά' και 'Δώσε Μου το Στόμα Σου'), στα ντραμς με το στεγνό, μιλιτέρ στυλ παρέλασης που καθιέρωσε ο Θεοδωράκης στο 'Άξιον Εστί' και την 'Ρωμιοσύνη', που δεσπόζουν στο αριστούργημα που κλείνει τον δίσκο ('Έπεφτε Βαθειά Σιωπή'). Λαϊκό είναι αυτό το εξώφυλλο, ένας χωμάτινος δρόμος με χαμόσπιτα και νεοκλασικά, η Ελλάδα των '60s.

schottkey

12.11.13

ΛΑΪΚΑ - Δημήτρης KU Παπαδάτος


Θυμάμαι ένα Πάσχα πρίν απο περίπου δέκα χρόνια τότε που οτιδήποτε δεν ήταν Drexciya μου ακουγόταν συστημικό, συμβιβασμένο και καθεστωτικό. Ήμουν στο οικογενειακό αμάξι με την τότε κοπέλα μου, τον πατέρα μου και την γυναίκα του και το ράδιο έπαιζε αυτό το τραγούδι. Άρχισαν να το τραγουδάν μαζί και θυμάμαι ένα απέραντο αίσθημα ντροπής να με πλημυρρίζει. Κοιτούσα μία την Δώρα (έτσι την έλεγαν την εν λόγω κοπέλα) μία τον πατέρα μου και μία τη γυναίκα του, σαν αφιονισμένος, φωνάζοντας απο αντίδραση για τις ''ευτελείς λαϊκές πολιτισμικές καταβολές'' τους και απαιτώντας να σταματήσουν το τραγούδι. Τότε η μητριά μου, σοφή γυναίκα, γύρισε και μου είπε : '' Σε δέκα χρόνια όταν θα έχεις φάει τα μούτρα σου καμιά 15ριά φορές, εδώ θα είσαι και εδώ θα είμαι, να δείς που το τραγούδι αυτό θα πάρει την εκδίκηση του.'' Την πήρε.



ΛΑΪΚΑ - Big Fat Lips


Το "Χατζηκυριάκειο" ή "Αποβραδύς ξεκίνησα" του Μπαγιαντέρα μου αρέσει γιατί είναι απλό, λιτό, σχεδόν δωρικό στην εκφορά του τραγούδι. Επίσης δεν έχει αυτά τα ανατολίτικα τσαλιμάκια τα οποία δεν μου αρέσουν και πολύ σε διάφορα λαϊκά κομμάτια. Είναι πολύ γειωμένο. Χωρίς να θέλω να γίνω γραφικός το κομμάτι μεταφέρει τη γλυκιά μελαγχολία που έχει το δειλινό και όλη την ατμόσφαιρα της περιοχής Καλλίπολη-Πειραϊκή-Χατζηκυριάκειο εκείνη την ώρα. Ο δε στίχος "έχει και μια μελαχρινή, που είναι όλο νάζι, κάποτε κέρναγε φιλιά μα τώρα δεν την νοιάζει" είναι κάπως οδυνηρός αλλά περιγράφει πολύ καλά την προσμονή και τη ματαιότητα μιας βραδυνής εξόδου μέσα σε δυο προτάσεις. Ο Μπαγιαντέρας ήταν πολύ φίλος με τον παππού μου τον Σταύρο. Η μάνα μου θυμάται να τα πίνουν οι δυο τους και να καπνίζουν σα φουγάρα ακόμα και όταν ήταν πια στα τελευταία τους οντας και οι δύο πολύ άρρωστοι, τυφλός απο αβιταμίνωση ο Μπαγιαντέρας, με καρκίνο στα πνευμόνια ο παππούς. Ο τελευταίος ήξερε και λίγο μπουζουκάκι αλλά δεν τον κέρδισε η τέχνη.

ΛΑΪΚΑ - Αναστάσιος Μπαμπατζιάς



"Σα φαντάροι απολυμένοι που κανείς δεν περιμένει". Μ' αυτό το στίχο ξεκινώ να παραθέτω τα στοιχεία που με συνεπαίρνουν στο δίσκο του Σωκράτη Μάλαμα "Ένα". Κατα τη γνώμη μου, ένα σπουδαίο δίσκο από έναν απ' τους σημαντικότερους σύγχρονους λαϊκούς δημιουργούς. Αυτός ο στίχος μου κόλλησε με την πρώτη, όμως κάθε φράση σε όλο το δίσκο είναι ένα μικρο ποίημα. Εκτός απ τους στίχους διακρίνουμε εδώ τη σύζευξη του περίτεχνου διακοσμητικού ανατολίτικου μυστικισμού στο ύφος της μουσικής (ακόμα κ στα πιο ροκ κομμάτια),με τη δωρικότητα του τραγουδιστικού ύφους του Σωκράτη. Κάτι που γίνεται (παρ όλη τη δυσκολία του εγχειρήματος) με απόλυτη επιτυχία. Σχετικά με το ύφος με το οποίο τραγουδά ο Μαλαμας, θέλω να τονίσω την εσωτερικότητα και την απλότητα του ρυθμού που με άνεση εκπέμπεται από τη στοματική του κοιλότητα και τα κατάβαθα της ψυχής του, ειδικά στο τελευταίο τραγούδι φτασες ήδη". Το τραγούδι αυτό είναι ένα αριστούργημα που με μεγάλη ευχαρίστηση ένας David Tibet θα εξέδιδε στην εταιρία του. Αυτά - μ' αρέσει πολύ όπως καταλάβατε.



Υ.Γ. Θα 'θελα όσο τίποτα, να κάνει ο Σωκράτης έναν ολόκληρο δίσκο με το μεγάλο Βασίλη Καρρά. Κανείς δεν μπορεί ν' ακούσει μόνο ένα (κομμάτι).





8.11.13

ΛΑΪΚΑ - Μιχάλης Παρασκάκης


Αδυνατώντας να μιλήσω για ολόκληρο δίσκο, θα περιοριστώ και γω σε ένα τραγούδι.
Ένα τραγούδι που έχει όλα τα στοιχεία ενός τραγουδιού για να το σιχαθώ.
Υπερδραματική λυρική μελωδία, άθλια χορωδιακά, ηλίθια μπασογραμμή, σφυροκοπημένο πιάνο, αταίριαστα ντραμς και εκείνο τη φρικτό μείγμα λαϊκού με ροκ (ο θεός να το κάνει) που ήταν τόσο της μόδας. Ο λόγος για το "θα με δικάσει ο κούκος και τ' αηδόνι", την πρώτη εκτέλεση με τη Μπέλλου.
Επιπλέον δε μπορώ να πω πως οι στίχοι του μου λένε κάτι, δε μπορώ να ταυτιστώ, ίσως γιατί μιλάει για κάτι πολύ παλιό.
Έχει όμως ένα ακόμα στοιχείο, ένα στοιχείο που με κάνει να βουρκώνω κάθε που το ακούω, που με ανατριχιάζει, που μου μεταδίδει τόση θλίψη, αυτόματα, χωρίς κανέναν έλεγχο και που με βυθίζει σε σκοτεινά, πηχτά, ζεστά νερά. Δε θα πω ποιο είναι αυτό το στοιχείο, είναι κάπως τετριμμένο και αναμενόμενο και εύκολα το καταλαβαίνει κανείς. Αρκεί να ακούσει το τραγούδι.
Θυμάμαι το άκουσα μια φορά σε ένα μπακάλικο στα Χανιά που μπήκα να πάρω γραβιέρα και αμέσως η γραβιέρα μεταμορφώθηκε σε σημαίνον, οι άνθρωποι μέσα στο μπακάλικο, τα προϊόντα στα ράφια ήταν σα να απόκτησαν ένα βαθύτερο, αλλόκοτο νόημα. Το ίδιο κι ο μπακάλης ο οποίος δίνοντάς μου τα ρέστα αναστέναξε "ουφφφ" και γω έγνεψα με νόημα "ξέρω…". Για μια στιγμή ο μπακάλης και γω κολυμπήσαμε στο ίδιο νερό.

6.11.13

ΛΑΪΚΑ - ΚΕΜΑΛ


Ολόκληρο λαϊκό δίσκο δεν έχω ακούσε ποτέ για αυτό θα μιλήσω για το αγαπημένο μου λαϊκό τραγούδι το ποίο για πάντα θα είναι το Χαροκόπου 1942 -1953 (Εφτα Νομά) του Άκη Πάνου. Όποιος προέρχεται από μια οικογένεια της εργατικής τάξης, μπορεί να αναγνωρίσει στους στίχους του κομματιού κάποιες κλασσικές εικόνες της ζωής ενός ελληνικού "white trash" στου οποίου είμαι μέλος εδώ και 35 χρόνια.
Ένα μικρό δυάρι ή και γκαρσονιέρα που μια οικογένεια θα έπρεπε να μοιραστεί και να επιβιώσει. Αδέρφια που κοιμούνται σε καναπέδες η ντιβάνια χωρίς να γνωρίζουν την ένοια του "παιδικού δωματίου". Το τρομαγμένο βλέμμα του πατέρα σου που γυρνόντας από την δουλειά θα έπρεπε να αντικρίσει το θέαμα μιας στίβας με λογαριασμούς.
Την έλλειψη χώρου που έκανε την πρόσκληση των φίλων σου στο σπίτι σχεδόν αδύνατη. Το τραγούδι τελειώνει με του θρυλικούς στίχους "Εφτά νομα χωρίς ελπί / σ'ενα δωμά μισογιαπί / Ποιός να φωνά και τι να πει". Δεν νομίζω οτι θα μπορούσε κανείς να εκφράσει καλύτερα την παράνοια της ζωής μέσα σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης.

5.11.13

ΛΑΪΚΑ - Duncan tee


Στην ερωτηση που ελαβα σχετικα με το ποιος ειναι ο αγαπημενος μου λαϊκος δισκος, η απαντηση δυστυχως ειναι δυσκολη. Εαν τωρα μου ζητουσαν να πω ποιο ειναι το αγαπημενο μου κομματι, κατι μπορει και να γινοταν. Καπου μεταξυ του 'και ποια θυσια, ποια θυσια, εχει κανει αυτη για σενα' με το λυτρωτικο, σχεδον στα ορια 'καθαρσης' με ορους αρχαιου δραματος, 'και θελω θα ρθω να σ'αρπαξω απο την αλλη, να τη ρωτησω με τα ματια δακρυσμενα', του σπαραχτικου μονολογου-ξορκισμα του 'προσκλητηριου που του επεσε απο τα χερια', μεχρι το 'με το τρικυκλο ηρθαν γυφτοι (και εκάναν σαματα)' του μεγαλου τραγουδοποιου Ζωρζ Πιλαλι, το οποιο θα ηταν και μεσα στην επικαιροτητα αυτη τη στιγμη, κατι θα μπορουσα να διαλεξω. Ομως για ολοκληρο δισκο, δεν εχω αποψη.

Πως να εχω δηλαδη αφου δεν νομιζω να εχω ακουσει ενα ολοκληρο 12ιντσο με λαϊκα ασματα, ποσο μαλιστα να εχω ακουσει αρκετα ωστε να επιλεξω και το καλυτερο. Διοτι οσο θυμαμαι, οταν εψαχνα τους δισκους του πατερα μου καπου αναμεσα σε κατι βουλγαρικα φολκορ συγκροτηματα, το Ντελάιλα του Tom Jones και τα αριστουργηματα του Joe Dassin, οταν εφτανα στα Νησιωτικα του Παριου, στον τριπλο του Χατζη με την Μαρινελλα, στην Ελπιδα, στον Δακη και στους Νταλαρες, κοιταγα αριστερα-δεξια να βρω το πιο αιχμηρο αντικειμενο που θα μπορουσαμε να εχουμε στο βαρυ συνθετο που ηταν παραδιπλα.

Βεβαια, θα μπορουσε καποιος να με ρωτησει, 'καλα οταν πηγαινατε κυριακατικες εκδρομες με το αυτοκινητο, δεν παιζανε λαϊκα στο κασσετοφωνο του αυτοκινητου?' Και θα απαντησω. 'Όταν πεθαίνει ο πατέρας της, η Άννα-Μαργκό (Βούλα Χαριλάου) φεύγει από το πατρικό της σπίτι και πηγαίνει να μείνει σ' ένα ξενοδοχείο, εγκαταλείποντας τη μητέρα της (Αθηνά Μιχαηλίδου) και τον αδελφό της Αλέξανδρο (Θανάση Μυλωνά), καθώς είναι δυσαρεστημένη μαζί τους για το θέμα της κληρονομιάς. Δέχεται ένα απειλητικό τηλεφώνημα από κάποια που παρουσιάζεται ως Εύη Λινάρδου, και ζητά τη βοήθεια ενός φίλου της που είναι δικηγόρος του Τώνη Καρζή (Μιχάλη Νικολινάκου)'.

Οπως και να 'χει, το προβλημα παραμενει το ιδιο. Εμεις, μια γενια που περιμεναμε ευλαβικα το Μουσικοραμα μπας και ξεστραβωθουμε λιγακι, το οποιο ουτε λιγο ουτε πολυ σε καθηλωνε με το ποστ-μοντερνιστικ κλιπ των τιτλων στην αρχη της εκπομπης με ολα αυτα τα χρυσαφο-ασημενια προσωπα να εναλλασονται και τον ελεκτρομινιμαλ ηχο λες και ημασταν ετοιμοι να απογειωθουμε στο διαστημα, δεν σου αφηνε περιθωρια να κοιταξεις πισω. Βεβαια υπηρχε και η βοηθεια που σου ερχοταν απο γονεις/συγγενεις, οι οποιοι μολις το βλεπαν σχεδον φιλικα σου λεγαν 'μα αυτοι παιρνουν ναρκωτικα βρε' και κατι τετοια παρομοια. Οποτε, οταν η επιλογη ηταν να γινει μεταξυ καποιου που παιρνει ναρκωτικα και καποιου που πινει τζονυ-κολα και τραγουδαει 'βρε μελαχρινακι, βρε μελαχρινακι', 'ειναι γατα, ειναι γατα, ο κοντος με τη γραβατα', 'πες μου που πουλαν καρδιες', 'τη σκοτωσα γιατι την αγαπουσα', νομιζω το να κατευθυνθεις προς τον τυπο ή τους τυπους που επαιρναν αυτα τα ατιμα τα ναρκωτικα, ηταν μονοδρομος.

Ετσι βεβαια που τα λεω ο μπαγασας, ειναι σαν να θελαμε να ακουσουμε και δεν μας αφηνανε διαφοροι ασταθμητοι παραγοντες, οπως οι επιλογες των τιτλων, οι θεματικες των τραγουδιων, το πλουσιο λεξιλογιο των στιχων, η ποιοτητα των casio που χρησιμοποιουσαν για ηλεκτρονικους ηχους, το μαλλι 'χαιτη', η λαχουρια για πουκαμισο, το δασυτριχο στηθος φορα-παρτιδα, το χρυσο δαχτυλιδι στο μικρο το δαχτυλακι, η επιλογη του φτηνου γουίσκι, τα αλαλαγματα της φωνης, η καθυστερημενη προσχωρηση στο αρμα του political correctness, η ξεκαθαρη σταση του σε ζητηματα οπως η θεση της γυναικας στο μετα-Βιομηχανικο τοπιο του υστερου καπιταλισμου, το ακρατο εμπορευματοποιημενο μοντελο βγαζω-εναν-δισκο-και-τα-παιρνω-χοντρα-απο-τη-νυχτα, η οικολογικη καταστροφη απο το κοψιμο χιλιαδων λουλουδιων (αν και εδω μπορουμε να κανουμε μια παρεμβαση υπερ του ανοιγματος πολλων θεσεων εργασιας στη βιομηχανια πιατων…), και αρκετοι αλλοι παραγοντες που μπορει να μας διαφευγουν.

Και φτανουμε στο μεγαλο ερωτημα 'what else have τα λαϊκα ever done for us? Εκτος πχ της διασκευης του Ξενου του Καμυ, στο απαραμιλλο 'Εγω ο Ξενος', της διατριβης πανω στη θεωρια της Παραψυχολογιας και την επεξηγηση των ηλεκτρομαγνητικων κυματων του εγκεφαλου με το concept LP 'Τηλεπαθεια' του ΛεΠα, τα ζωντανα ερωτηματα διπολικης διαταραχης οπως φαινονται στην δευτερη πλευρα του δισκου του Γιωργου Μπουλουγουρα 'Εγω για σενα', οπου πρωτα θα απευθυνθει με το 'Μεινε', για να τραγουδησει ευθυς αμεσως στο επομενο κομματι 'Φυγε λοιπον', τις ρηξικευλευθες προτασεις εκσυγχρονισμου της χωρας απο τον Γιωργο Γερολυματο 'Δε σου ζητησα μητρωο', τις μαθηματικες ακροβασιες της Ριτας Σακελλαριου με τις δυο εικασαρες που ειναι σαν μια σαρανταρα, το ειρωνικο ταξικο σχολιο της Δουκισσας, στον ομωνυμο δισκο του 80 'Το χω λυσει το προβλημα', την προφητικη ρητορεια της Στανιση 'Θα γινουν Ταραχες' ηδη απο το τελος της δεκαετιας του 80, την Ψυχαναλυτικη Θεωρια του Οιδιποδειου Συμπλεγματος με το 'Συγνωμη Μανα μου' του Δημητρη Κοντολαζου, τις αναφορες στο Σουρεαλιστικο κινημα με το 'Οταν ανθισει η θαλασσα' του Σπυρου Ζαγοραιου, την κλωτσια στα αρχιδια του κατεστημενου με το 'Δεν Παντρευομαι' της Λιτσας της Διαμαντης ή εστω το Φαουστικο κλεισιμο του ματιου απο τον Πολυ Κερμανιδη στο 'Που πουλανε νειατα' σε ενα γεματο απο νοηματα δισκο του 1988. Να ξανακανω το ερωτημα ή εχουμε παρει την απαντηση μας?

Η απαντηση φυσικα δεν ειναι στους Σεξ Πιστολς κυριε Πετροχειλε. Η απαντηση ειναι στις ιστοριες-μυθους με τις οποιες μεγαλωσαμε για μπουζουκτσηδες να παιζουν αλα Τζιμι Χεντριξ, με το μπουζουκι πισω απο το κεφαλι και να τα σπανε στο τελος, τις ιστοριες του Θανου Αλεξαντρη για τραγουδιαρες να τα φτιαχνουν με μαναβηδες για να εχουν κανενα τζαμπα λαχανικο, για τα 'κατεστραμενα' μαγαζια στη μεση του πουθενα σε Λαμιες, Λαρισες και τα λοιπα οπου αγροτες που μολις ειχαν τελειωσει απο τις γεωργικες τους εργασιες, εμφανιζονταν με τις γαλοτσες για να ακουσουν τα ασματα (ανω τελεια) οι απαντησεις βρισκονται στην αισθητικη πρωτοπορια των αφισων που διαφημιζουν τις εμφανισεις τους, στα εξωφυλλα των δισκων, στην ταπεινοτητα των αιοδων, στην εκ βαθεων και σχεδον ακαδημαϊκη προσεγγιση που δειχνουν οι ακροατες στα τραγουδια, στο ηθος των επιχειρηματιων που προωθουν τετοιου ειδους πρωτοβουλιες, στα βαθια νεο-ρεαλιστικα οπτικοακουστικα πλανα που υφαινουν οι συνθετες, στο δραμα του νυχτοκαματου, στη λαϊκη καταγωγη των πρωταγωνιστων, στην αυτοδιδακτη εκπαιδευση των φωνητικων τους ικανοτητων...θα γραφα κι'αλλα αλλά πλησιασαμε στις 1000 λεξεις και πληρωνομαι μονο για τοσες.

Αντε...μπονους ρε μουτρα:
Και ποια θυσια, ποια θυσια, ποια θυσια εχει κανει αυτη.....ΓΙΑ ΣΕΕΕΕΕΕΕΕ-ΕΕΕΕΝΑ

electrickniferecords

ΛΑΪΚΑ - minus_one


Ο αγαπημένος μου λαϊκός δίσκος είναι "Μανώλης Χιώτης / Μαίρη Λίντα - Το Τελευταίο Ηλιοβασίλεμα", τον είχε ο πατέρας μου σε βινύλιο και θυμάμαι που μία στο τόσο τον έβαζε να παίζει όταν είχαμε κόσμο στο σπίτι, ήταν δίσκος για ιδιαίτερες περιστάσεις, εγώ μάλλον το μισούσα να ακούω τέτοια μουσική τότε . Μεγάλωσα και έβαλα τον δίσκο να τον ακούσω εντελώς από περιέργεια και τότε τον εκτίμησα για τα καλά, έχει όλο το πακέτο, μουσική, λόγια, ύφος όλα σε αυτόν τον δίσκο είναι τρομερά.




ΛΑΪΚΑ - Κatou



Αγαπημένος λαικός δίσκος μου είναι το 7'' που έβγαλε ο Στράτος Διονυσίου το 1968 με τραγούδια του Άκη Πάνου "Και τι δεν κάνω/ Γιατί καλέ γειτόνισσα". Εκτός του ότι ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε για μένα ο πιο αυθεντικός λαϊκός τραγουδιστής που πέρασε από την Ελλάδα, τα τραγούδια του μου μιλούσαν από παιδί - ο ρυθμός, η ερμήνεια - και ας μην είχα γνωρίσει τον έρωτα τον οποίο τραγουδούσε και εξυμνούσε. Αποφάσισα να επικεντρωθώ σε αυτό το single γιατί το Γιατί Καλέ Γειτόνισσα ήταν τραγούδι-αιτία και πολλάπλές καταστροφές μέσα στο σπίτι μου (βλέπε σπάσημο πιάτων, τουφεκιές στο ταβάνι του σπιτιού κλπ) αλλά και γιατί κλείνει πλέον τα 45 χρόνια "ζωής" και συνεχίζει την διαχρονική του πορεία ακάθεκτο.
Και μετά το "Και τι δεν κάνω" σε κάνει να θέλεις να τραγουδάς από τον πρώτο στοίχο του και νιώθεις ερωτευμένος με το τίποτα.

Αμαρτία μεγάλη
μια καρδιά που για σένα λαχταράει και πεθαίνει
να τη βλέπεις σαν ξένη

Και τι δεν κάνω
για να βρεθώ στην αγκαλιά σου τι δεν κάνω
και μ' αποφεύγεις σαν αλήτη, σαν ζητιάνο
κάθε στιγμή.


με αγάπη,



ΛΑΪΚΑ - arte fiasco


Την ελληνική λαϊκή μουσική την έμαθα ουσιαστικά από την δισκοθήκη του πατέρα μου, μεγάλου λάτρη του Ζαμπέτα πρωτίστως αλλά και όλων των υπολοίπων "ιερών τεράτων" της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης.
Κάποια μέρα λοιπόν, γύρω στα 15 πρέπει να ήμουν, ψαχουλεύα τα παλιά βινύλια του μπαμπά και, εκμεταλλευόμενος και την απουσία των γονιών, άρχισα να τα βάζω στο πικαπ του σαλονιού. Ζαμπέτα, Παπαϊωάννου, τα μικρασιατικα του Καλδάρα, διάφορες ρεμπέτικες συλλογές, Μπιθικώτσης και άλλοι πολλοί.

Όπου πέφτει το μάτι μου σε ένα διπλό βινύλιο με τίτλο Το Χάραμα: Τραγούδια και Ταξιμια του Βασίλη Τσιτσανη. Τον ήξερα τον Τσιτσανη. Δηλαδή ήξερα ότι ήταν από τους υποτιθέμενους "μεγάλους" της ελληνικής μουσικής, πρέπει να είχα δει και κανά ντοκυμαντέρ της ΕΡΤ, θυμάμαι ότι μας είχε παει και ο πατέρας καμία Κυριακή σε μια ταβέρνα με το όνομα Χάραμα κάπου ψηλά στην Καισαριανη. Αλλά να κάτσω να ακούσω προσεχτικά, ποτέ.

Βάζω τον πρώτο δίσκο στο πικαπ και διαβάζω το εσωτερικό του διπλού δίσκου: ηχογραφημένο στην κουζίνα της ταβέρνας Το Χάραμα, από μουσικολόγο της Ουνέσκο που καταγράφει την ελληνική λαϊκή παράδοση, μετά το πέρας της κανονικής βραδινης εμφάνισης του Τσιτσανη στο μαγαζί. Μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμάς. Αυτά.
Η κούραση εμφανής στην, ούτως η άλλος, μη κλασική φωνή του Τσιτσανη, τραγούδια πασίγνωστα, τραγούδια πιο άγνωστα, αυτοσχεδιασμοί και ταξιμια.
Περιέχει την αγαπημένη μου εκτέλεση του, κατ´εμε, πραγματικού Εθνικού Ύμνου αυτής της χώρας (Συννεφιασμενη Κυριακή), και παραμένει ένας από τους πιο μαγευτικους δίσκους που έχω ακούσει ποτέ.
Μάλιστα, κάθε φορά που ξένο συγκρότημα μας ζητάει κάποιον δίσκο ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, τους συστήνω πάντα αυτόν. Το cd δηλαδή, γιατί το βινύλιο από ότι έχω δει κοστίζει πλέον άνω των 100€. Και δεν πρόκειται να το πουλησω ποτε.


Φίλιππος

Αrte Fiasco


ΛΑΪΚΑ - Άγγελος κυρίου

όχι λάθη, πάντα λάθη- χειμερινοί κολυμβητές


Σκέφτομαι ότι οι χειμερινοί κολυμβητές είναι κομμάτι εκείνου που αναφέρει*, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ως υπόγεια ελλάδα**.
Ο δίσκος είναι ζωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας που έδωσαν στον Λυκαββητό το 1995, είναι ο πρώτος που κράτησα και κείνος που άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά μου, οδηγώντας με, αρχικά, σε αυτό που ήταν λαϊκό και ονομάστηκε ρεμπέτικο και αργότερα σε αυτό που ήταν δημοτικό και ονομάστηκε παραδοσιακό ***. Περιέχει εκτελέσεις τραγουδιών που έγιναν αγαπημένα και αποτελεί μια μικρή γεύση του απόλυτου όπως θεωρώ και σημειώνω στο μυαλό, ίσως χαζά-ίσως γλυκερά, κάθε ζωντανή εμφάνιση των χειμερινών κολυμβητών.

Ας μου επιτραπεί να κλείσω, αντιγράφοντας, εδώ από κάτω, τους στίχους του τραγουδιού λειψά μου χαμογέλασες το οποίο εμφανίζεται και στον πρώτο τους δίσκο σε στίχους-μουσική του Αργύρη Μπακιρτζή

Λειψά μου χαμογέλασες, γιατί έβλεπε η μαμά σου
και όλοι τριγύρω ήταν γνωστοί κι εγώ ξενός στον Πρίνο.

Κι η αδελφή σου γύρισε τα μάτια της που κρύβουν
όλες τις χάρες του Μαγιού, τα μάγια όλα του κόσμου.

Γρήγορα με πλημμύρισαν του έρωτα τα πάθη,
ώσπου της νύχτας οι φωνές μάς τράβηξαν κοντά τους.

Ο άνεμος μας έσουρε στο Κάστρο και στη Βίγλα
κι απ΄το Πουρί μάς κύλησε προς τα λωβοκαλύβια.

Το μονοπάτι πήραμε οι τρεις μας μες στα κρίνα,
"στ' Πολίτ' τη βρύσ' '' σταθήκαμε για μια φωτόγραφία,
το μονοπάτι πήραμε οι τρεις μας μες στα κρίνα.



*απόσπασμα της συνέντευξης στο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Καπλάνη για τον Βακαλόπουλο



** ''μια έλλαδα που υπάρχει μόνιμα και διαρκεί ό, τι και να συμβαίνει στην επιφάνεια'', η υπόγεια ελλάδα που παρουσιάζεται και ξεδιπλώνεται στο έργο του, στο έργο του Σταύρου Τσιώλη και φυσικά στην συνεργασία τους



*** σύμφωνα και με την γιαγιά μου

Άγγελος κυρίου


3.11.13